- χολικῶν
- χολικόςbiliousfem gen plχολικόςbiliousmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χολίκων — χόλιξ guts fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βίλαντ, Χάινριχ Ότο — (Heinrich Otto Wieland, Πφόρτσχαϊμ 1877 –Μόναχο 1957).Γερμανός χημικός. Πήρε το δίπλωμά του το 1901 στο Μόναχο, όπου δίδαξε μέχρι το 1953. Πραγματοποίησε έρευνες σε διάφορους τομείς της οργανικής χημείας και ενδιαφέρθηκε για την αντίδραση των… … Dictionary of Greek
χολικός — ή, ό / χολικός, ή, όν, ΝΑ [χόλος /χολή] 1. ο σχετικός με τη χολή 2. αυτός που πάσχει από χολή νεοελλ. φρ. α) «χολικό συρίγγιο» ανατ. παθολογική ή πειραματική επικοινωνία τής χοληδόχου κύστεως ή τών χοληφόρων οδών με το δέρμα β) «χολικά οξέα»… … Dictionary of Greek
χόλιξ — ικος, ή, και μτγν τ. χόλιξ, ὁ, Α 1. συν. στον πληθ. αἱ χόλικες τα έντερα τού βοδιού («ἤ βοϊδαρίων τις ἀπέκτεινε ζεῡγος, χολίκων ἐπιθυμών;», Αριστοφ.) 2. (σπαν. στον εν.) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. χολάς, σχηματισμένος με διαφορετικό… … Dictionary of Greek
απτοσφαιρίνη — Σφαιρίνη του αίματος και πιο συγκεκριμένα μέρος του α2, σφαιρινικού κλάσματος του ορού του αίματος. Έχει την ιδιότητα να συνδέεται με ελεύθερη αιμοσφαιρίνη κατά τρόπο εντελώς εξειδικευμένο, όπως δηλαδή τα αντιγόνα με τα αντισώματα, παρότι τα… … Dictionary of Greek
δακτυλίτης — Γένος διετών ή πολυετών φυτών της οικογένειας των σκροφουλαριδών, με περίπου 25 είδη ιθαγενή της Ευρώπης, της βόρειας Αφρικής και της Ασίας. Έχουν μεγάλα, συνήθως ακέραια φύλλα, επαλλάσσοντα ή σε δέσμες, καθώς και κόκκινα, κίτρινα ή λευκά άνθη σε … Dictionary of Greek
διαβρέκτες — Ουσίες που συγκεντρώνονται στην επιφάνεια του υγρού μέσα στο οποίο διαλύονται και προκαλούν ελάττωση της επιφανειακής του τάσης, με αποτέλεσμα να γίνεται δυνατή η αύξηση της επιφάνειας του συστήματος με μικρή κατανάλωση ενέργειας. Για παράδειγμα … Dictionary of Greek
Πρεγκλ, Φριτς — (Pregl, Λουμπλιάνα 1869 – Γκρατς 1930). Aυστριακός φυσιολόγος χημικός. Σπούδασε ιατρική και αφοσιώθηκε στις βιολογικές επιστήμες. Μελέτησε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την κερατίνη, τα παράγωγα από την υδρόλυση της αλβουμίνης, της καρβοξυαιμοσφαιρίνης … Dictionary of Greek